- υποβασιλεύς
- -έως, ὁ, Μβασιλιάς, δεύτερος μετά τον πρώτο, τον πραγματικό βασιλιά («ἔστιν ὁ μὲν πρῶτος βασιλεὺς τῷ ὄντι κατὰ τῶν παθῶν, ὀ δὲ δεύτερος ὑποβασιλεύς», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποβασιλεύω — Μ [ὑποβασιλεύς] ασκώ τη βασιλική εξουσία ως δεύτερος τη τάξει («ὑποβασιλεύων τε τῷ πατρί») … Dictionary of Greek